- κυριότητα
- (Νομ.). Το εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο εκφράζεται η πλήρης εξουσία ενός προσώπου πάνω σε ένα πράγμα. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) –αντίθετα με άλλους ευρωπαϊκούς– δε δίνει τον ορισμό της κ. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρωμαϊκό δίκαιο, αν και έχουν διατυπωθεί διάφοροι ορισμοί από τους νεότερους Ρωμαίους νομικούς, με βάση τις πηγές του. Η έλλειψη ορισμού στον A.K. αντισταθμίζεται από τον καθορισμό του περιεχομένου της κ., στο οποίο αναφέρεται ειδικό άρθρο που παρατηρεί ότι «ο κύριος του πράγματος μπορεί, εφόσον δεν προσκρούει στον νόμο ή σε δικαιώματα τρίτων, να το διαθέτει κατ’ αρεσκείαν και να αποκλείει κάθε ενέργεια τρίτου πάνω σε αυτό». Το περιεχόμενο της κ. περιλαμβάνει τόσο τα θετικά (υπέρ του κυρίου) όσο και τα αρνητικά (εναντίον των τρίτων) στοιχεία. Είναι απόλυτο δικαίωμα και στο σημείο αυτό διαφέρει από τα άλλα εμπράγματα (ενέχυρο, υποθήκη, δουλείες), τα οποία έχουν ως περιεχόμενό τους μόνο ένα μέρος από τις χρησιμότητες του πράγματος. Επίσης, το δικαίωμα της κ. είναι διαρκές, δεν έχει δηλαδή χρονικά όρια.
Η κ. ως αποκλειστικό δικαίωμα εξουσίας ενός πράγματος καθιστά αδύνατη την ταυτόχρονη εξουσία περισσότερων προσώπων πάνω στο ίδιο πράγμα. Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατή η συγκυριότητα, με την έννοια της κοινής εξουσίας περισσότερων προσώπων, τα οποία ασκούν πλήρες δικαίωμα κ., περιορίζοντας αμοιβαία ο ένας τον άλλον μέσα στα πλαίσια της συμφωνίας τους και του νόμου. Το πράγμα διαιρείται, αλλά παραμένει στην ολότητά του αντικείμενο κ., ενώ η σχέση των συγκυρίων ρυθμίζεται από διατάξεις του νόμου. Ειδική περίπτωση αποτελεί η συγκυριότητα των κοινών χώρων (έδαφος, θεμέλια, πρωτότοιχοι, στέγη, αυλή) πολυώροφων οικοδομών για τους κυρίους ορόφων ή διαμερισμάτων (άρ. 1.117 του A.K.).
Επίσης, σε άλλους κλάδους του δικαίου συναντάμε ειδικές διατάξεις συγκυριότητας, όπως η συμπλοιοκτησία στο εμπορικό δίκαιο, η συγκυριότητα εφεύρεσης κ.ά.
* * *η (AM κυριότης, -ητος) [κύριος]το δικαίωμα τού να έχει κάποιος την αποκλειστικότητα ενός πράγματος, κατοχή, κυριαρχία («μίαν ἀρχήν... μίαν κυριότητα καταγγέλλων τῆς ὑπερθέου... Τριάδος», Μηναί.)νεοελλ.(νομ.) η άμεση και απόλυτη εξουσία πάνω σε ένα πράγμα η οποία αναγνωρίζεται από τον νόμο και αποτελεί το σπουδαιότερο από τα εμπράγματα δικαιώματα(μσν. -αρχ.)1. αρχή, εξουσία2. τάγματα αγγέλωναρχ.1. κτήμα, ιδιοκτησία2. χρήση ενός όρου με την κύρια σημασία του.
Dictionary of Greek. 2013.